- οπέων
- ὀπέων, ὁ (Α)ιων. τ. βλ. οπάων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀπέων — ὀπάων comrade masc nom/voc sg (ionic) ὀπή opening fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οπάζω — ὀπάζω (Α) 1. στέλνω κάποιον μαζί με άλλον ως ακόλουθο ή ως συνοδοιπόρο ή κάνω κάποιον να ακολουθήσει («ἐπεὶ ῥὰ οἱ ὤπασα πομπόν», Ομ. Ιλ.) 2. (σχετικά με πράγματα) παραχωρώ, παρέχω, δίνω («νῡν μὲν γὰρ τούτῷ Κρονίδης Ζεὺς κῡδος ὀπάζει» δίνει σ… … Dictionary of Greek
οπάων — ὀπάων, ονος, ιων. τ. ὀπέων, ωνος ή ονος, ὁ (Α) 1. σύντροφος στον πόλεμο, συμπολεμιστής 2. υπασπιστής 3. ακόλουθος, θεράπων («οἵ τέ σφεων ὀπέονες ἀποπεμφθέντες... ἀποκεκληίατο ὑπὸ τῆς ἵππου», Ηρόδ.) 4. ως επίθ. αυτός που ακολουθεί, ο επόμενος… … Dictionary of Greek